ΟΙ ΗΠΑ, Ν. ΚΟΡΕΑ, ΙΑΠΩΝΙΑ ΣΕ ΡΟΛΟ ΣΚΟΥΠΑΣ
Το πολιτικό καθεστώς της Β. Κορέας είναι τόσο αποκρουστικό και φασιστικό που οι βίαιες συμπεριφορές του, όπως ήταν για παράδειγμα ο βομβαρδισμός κατοικημένου εδάφους της Ν. Κορέας με 4 νεκρούς, δεν μπορούν να χαίρουν καμιάς συμπάθειας και υποστήριξης από την παγκόσμια δημοκρατική κοινή γνώμη. Προτού όμως βιαστούμε να καταλογίσουμε όλη την ευθύνη της πολεμικής έντασης στη Β. Κορέα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τους άλλους παράγοντες που εμπλέκονται στο σύνθετο κορεατικό πρόβλημα, πυρήνας του οποίου αποτελεί το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της Πιονγκγιάνγκ.
Ένας βασικός παράγοντας είναι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός που προσπαθεί εδώ και χρόνια να αφοπλίσει πυρηνικά τη Β. Κορέα, όχι εξαιτίας της γενικής επιθετικότητάς της απέναντι στη Νότια ή εξαιτίας των σχέσεών της με το ρωσο-κινεζικό άξονα, ούτε από ενδιαφέρον να ελαφρύνει ο βορειοκορεατικός λαός από το βάρος των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών του μακρόβιου μιλιταριστικού καθεστώτος, αλλά από ιμπεριαλιστική απαίτηση να αφοπλίζονται πυρηνικά τα θεωρούμενα μη αξιόπιστα και αρκούντως σοβαρά μικρά κράτη. Η Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών, που τόσο σθεναρά προβάλλει η Ουάσιγκτον, επιτρέπει στις ισχυρές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Αγγλία, Γαλλία) να κατέχουν πυρηνικά όπλα αλλά την ίδια στιγμή απαγορεύει αυτό το δικαίωμα στη μεγάλη μάζα των κρατών του Δεύτερου και του Τρίτου κόσμου. Για μας το ζήτημα του φασισμού σε μια χώρα πρέπει να ξεχωρίζεται από το ζήτημα των διεθνών της σχέσεων. Για να ρίξει το φασιστικό καθεστώς της Βόρειας Κορέας αρμόδιος είναι ο λαός της μέσα από ένα επαναστατικό δημοκρατικό του κίνημα και όχι ο όποιος ιμπεριαλισμός εμφανιστεί με τη σημαία της δημοκρατίας για να αφοπλίσει τη χώρα αυτή από όπλα που διαθέτει ο ίδιος. Οι ΗΠΑ μπερδεύουν επίτηδες το ζήτημα του φασισμού εσωτερικά με τον πυρηνικό αφοπλισμό εξωτερικά λέγοντας συνήθως ανεπίσημα - γιατί επίσημα δεν αφήνουν ούτε τις μικρές δημοκρατικές χώρες να έχουν πυρηνικά - ότι δεν επιτρέπεται σε μια φασιστική χώρα να έχει πυρηνικά. Αλλά αν το εννοούσαν αυτό τότε θα ζητούσαν πάνω απ όλα τον πυρηνικό αφοπλισμό της αρχιφασιστικής Κίνας που έχει πολλαπλάσια πυρηνική δύναμη από την φτωχιά και σε αυτά Βόρεια Κορέα. Από την άλλη μεριά αν η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία ανησυχούν ότι οι φασίστες της Βόρειας Κορέας θα τους ρίξουν κάποτε μια πυρηνική βόμβα στο κεφάλι δεν έχουν παρά να κάνουν δύο πράγματα: Πρώτον να φτιάξουν και αυτοί μερικές πυρηνικές βόμβες και δεύτερον να σκάψουν αντιπυρηνικά καταφύγια και βαθιά λαγούμια για να αποθηκεύσουν τρόφιμα. Αυτή είναι η μαοϊκή γραμμή και ισχύει κατά τη γνώμη μας για όλες τις χώρες. Όσο θα υπάρχουν πυρηνικά οπλοστάσια σε μερικές χώρες καμιά χώρα δεν επιτρέπεται να μην διαθέτει, γιατί κανένας λαός δεν επιτρέπεται να ζει κάτω από πυρηνικό εκβιασμό, δηλαδή δίχως αξιοπρέπεια. Άλλωστε η ιστορία μας διδάσκει ότι τα όπλα που συσσωρεύει η δημοκρατία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από φασίστες που ενδεχόμενα έρθουν αργότερα στην εξουσία, αλλά και αντίστροφα. Επίσης η ιστορία του Γ Ράιχ μας διδάσκει ότι κανένα καθεστώς δεν είναι τόσο τρελό που να διαλέξει την αυτοκαταστροφή χιλιάδων στελεχών του αν έριχνε πυρηνικές βόμβες και ήξερε ότι θα φάει πυρηνικές βόμβες. Ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς αυτοκτόνησαν αλλά όλοι οι στρατηγοί της Βέρμαχτ παραδόθηκαν στους νικητές σαν τα καλά παιδιά. Άρα απ’ αυτή την άποψη του πυρηνικού εξοπλισμού της η φασιστική Β. Κορέα στέκεται πιο προοδευτικά από τις ΗΠΑ αλλά και τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία στο ζήτημα του οπλοστασίου της.
Ένας άλλος παράγοντας που θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη είναι ο ρωσο-κινεζικός πολεμικός άξονας και η επιδίωξή του να εντάξει τον κορεατικό Βορρά στη στρατηγική του για την κατάκτηση της Ιαπωνίας και της Ν.Α Ασίας. Είναι μια επιδίωξη που περνά μέσα από το στρατιωτικό έλεγχο και της Β. Κορέας, η σοβινιστική πολιτική της οποίας δεν ευνοεί πάντα τα ρωσοκινεζικά σχέδια. Η βοήθεια, για παράδειγμα, που έχει προσφέρει το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ στην ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης (βλ. The Daily Telegraph, 24/1/07) έρχεται σε σύγκρουση με την επιδίωξη του Κρεμλίνου να εξαρτήσει πολιτικά το γενικά ρωσόφιλο Ιράν. Οι ίδιες οι ρωσο-β.κορεατικές σχέσεις πάγωσαν σημαντικά στα 1992, όταν η Μόσχα υπόγραψε με την Νότια Κορέα σύμφωνο φιλίας στα πλαίσια του γενικού καθησυχασμού της Δύσης στην εποχή Γέλτσιν. Οι σχέσεις αναθερμάνθηκαν οκτώ χρόνια αργότερα με πρωτοβουλία της Μόσχας. Πιο στενοί είναι οι δεσμοί του βορειοκορεατικού σοσιαλφασιστικού καθεστώτος με τους κινέζους σοσιαλιμπεριαλιστές, οι οποίοι το προμηθεύουν με συμβατικά όπλα κι έχουν εξαρτήσει τη χώρα σε οικονομικό και ενεργειακό επίπεδο. Πολιτικά όμως η Πιονγκγιάνγκ διατηρεί μια κάποια ανεξαρτησία από το Πεκίνο, όπως δείχνει πάνω απ όλα και ο ζήλος της να θωρακιστεί με το δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο, ή ακόμα η συχνά διατυπωμένη πρόθεσή της για διμερείς διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον σχετικά με το πυρηνικό της πρόγραμμα, στις οποίες αντιτάσσεται επίμονα η Κίνα. Αυτή δεν δέχεται παρά μόνο διαπραγματεύσεις στις οποίες να συμμετέχει η ίδια όπως είναι οι εξαμερείς με τις δύο Κορέες, την Κίνα, τη Ρωσία, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ .
Αυτό που επιδιώκει η κινέζικη διπλωματία είναι να σέρνει μια όλο και πιο αδύναμη και πολιτικά απομονωμένη Β. Κορέα σε συνομιλίες με τη Ν. Κορέα και τις μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ, Ιαπωνία) σε μια προσπάθεια να πετύχει την απορρόφηση της Βόρειας Κορέας και στη συνέχεια την εξάρτηση της ειρήνης στην Κορέα και στην Ιαπωνία από την απορροφημένη Βόρεια Κορέα. Αυτή σε μια τέτοια περίπτωση θα λειτουργεί σαν επιθετικό σκυλί που θα συγκρατείται από το λουρί με το οποίο θα την σέρνει η Κίνα. Τις εξαμερείς συνομιλίες τις προώθησε ο προηγούμενος ηλίθιος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζ. Μπους, βασισμένος σε εκτιμήσεις της ΣΙΑ (βλ. New York Times, 1/3/07) από την περίοδο που επικεφαλής της ήταν ακόμα ο διορισμένος από τον Κλίντον ρωσόφιλος ελληνοαμερικάνος προβοκάτορας Τζ. Τένετ. Στις εξαμερείς το Πεκίνο και η Μόσχα παίζουν γενικά το ρόλο του «καλού ασφαλίτη» φίλου της Βόρειας Κορέας ενώ οι δυτικοί πιέζουν αφόρητα το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ για να εγκαταλείψει οριστικά τις πυρηνικές του φιλοδοξίες. Πρόκειται για τη δοκιμασμένη – στη Σερβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και τώρα στο Πακιστάν – και πολύ επιτυχημένη τακτική της «σκούπας με το φαράσι», όπου η αμερικανική σκούπα με προβοκατόρικο τρόπο θα σαρώνει την φασιστική Β. Κορέα σπρώχνοντάς την αναπόφευκτα στο φαράσι που θα έχει στήσει ειδικά γι’ αυτήν η ρωσο-κινεζική διπλωματία.
Τούτο σημαίνει ότι οι σοσιαλιμπεριαλιστές δεν έχουν καμία αντίρρηση αρχής να επιβάλλουν τελικά κυρώσεις απέναντι στη Β. Κορέα πάνω στο επίμαχο ζήτημα του πυρηνικού αφοπλισμού της. Μια Βόρεια Κορέα με πυρηνικά δεν είναι για την Κίνα και τη Ρωσία ένα ελεγχόμενο επιθετικό σκυλί αλλά ένα λυσσασμένο σκυλί που μπορεί να δαγκώσει θανάσιμα το οποιοδήποτε αφεντικό του. Έτσι εξηγείται η έγκριση που έδωσαν αυτοί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να επιβάλει κυρώσεις στην Πιονγκγιάνγκ για τις δύο πυρηνικές δοκιμές που διεξήγε στα 2006 και 2009 (π.χ. μερικό εμπάργκο όπλων, επιθεώρηση φορτίων εξερχόμενων ή κατευθυνόμενων προς τη Β. Κορέα, πάγωμα των καταθέσεων όσων σχετίζονται με το πυρηνικό της πρόγραμμα). Η Βόρεια Κορέα ξέρει από το πάθημα του Σαντάμ στο Ιράκ ότι δεν είναι τα πυρηνικά της που θα προκαλέσουν μια αμερικάνικη και γιαπωνεζοκορεάτικη εισβολή και τελικά μια κινεζορώσικη ηγεμονία, αλλά η έλλειψη πυρηνικών.
Να γιατί όταν τον Απρίλη του 2009 οι Βορειοκορεάτες επιχείρησαν να εκτοξεύσουν δορυφόρο στο διάστημα, δηλαδή να κατασκευάσουν διηπειρωτικό πύραυλο που θα μπορούσε να πλήξει τις ΗΠΑ αλλά και και την ευρωπαϊκή Ρωσία, καταδικάστηκαν ομόφωνα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το γεγονός προκάλεσε την αποχώρησή της Βόρειας Κορέας από το τραπέζι των 6, το διώξιμο των διεθνών επιθεωρητών και οδήγησε στη δεύτερη πυρηνική δοκιμή της Πιονγκγιάνγκ το Μάη, που αντιμετωπίστηκε από το Σ.Α. με σκλήρυνση των κυρώσεων (ολικό εμπάργκο όπλων, απαγόρευση οικονομικής βοήθειας ή δανειοδότησης παρά μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους). Ρωσία και Κίνα ψήφίσαν υπέρ των κυρώσεων και κάλεσαν τη χώρα να επανέλθει στην εξαμερή. Διατηρώντας το ρόλο του φαρασιού, δηλώνουν ωστόσο ότι «οι κυρώσεις δε θα πρέπει να στραφούν σε βάρος του βορειοκορεατικού λαού» και ότι «δε θα πρέπει να έχουν αντίκτυπο στην ανάπτυξη και την ανθρωπιστική βοήθεια» προς αυτόν. Λίγο αργότερα, το καθεστώς της Β. Κορέας οργανώνει γιγαντιαία αντιαμερικανική διαδήλωση στο κέντρο της Πιονγκγιάνγκ. Το υπουργείο εξωτερικών χαρακτηρίζει τις κυρώσεις «κήρυξη πολέμου που θα αντιμετωπιστεί με μια αποφασιστική στρατιωτική απάντηση» και ανακοινώνει ότι θα μετατρέψει όλο το διαθέσιμο πλουτώνιο σε όπλα κι ότι θα προβεί και στον εμπλουτισμό ουρανίου.
Είναι ένα κλίμα που σ’ αυτή τη φάση ευνοεί περισσότερο από κάθε τι άλλο τα συμφέροντα του ρωσοκινεζικού πολεμικού άξονα που θέλει να κρατήσει στα χέρια του σαν όμηρο την ειρήνη στην Ανατολική Ασία. Μέσα σε αυτό το κλίμα στις 26 Μάρτη του 2010 βυθίζεται η κορβέτα του νοτιοκορεάτικου ναυτικού «Τσονάν» κοντά στα θαλάσσια σύνορα των δύο χωρών παίρνοντας μαζί της στον πάτο της θάλασσας 46 ναύτες. Δυο μήνες αργότερα μια διεθνής επιτροπή εμπειρογνωμόνων διαπιστώνει ότι η βύθιση προκλήθηκε από έκρηξη τορπίλης που εκτόξευσε βορειοκορεατικό υποβρύχιο ενώ από την πρώτη στιγμή και ως τώρα η βόρεια Κορέα και με τον πιο έντονο τρόπο αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξή της στη βύθιση. Το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε την επίθεση αλλά, κάτω από την πίεση του «καλού» Πεκίνου, απέφυγε να κατονομάσει σα δράστη το βορειοκορεατικό καθεστώς. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι η Βόρεια Κορέα είχε τη δοσμένη στιγμή να κερδίσει οτιδήποτε από τη βύθιση αυτού του πλοίου. Αντίθετα η βύθιση του πλοίου κατέστρεψε σε ένα λεπτό τις τόσο πολύτιμες για το απομονωμένο πολιτικοοικονομικά καθεστώς της Βόρειας Κορέας οικονομικές σχέσεις που είχε χτίσει με τη Νότια Κορέα. Συγκεκριμένα η Βόρεια Κορέα κατά το παράδειγμα της Κίνας και μετά του Βιετνάμ είχε διαθέσει στη Νότια Κορέα μια βιομηχανική ζώνη όπου η Νότια είχε εγκαταστήσει βιομηχανικές εγκαταστάσεις με τις οποίες εκμεταλλευόταν το φτηνό βορειοκορεατικό εργατικό μεροκάματο. Αυτή η Ζώνη αν θα επεκτεινόταν θα δυσκόλευε τα σχέδια της Κίνας για οικονομική και τελικά πολιτική κυριαρχία στην επίσης κρατικοφασιστική αλλά πολύ καθυστερημένη Βόρεια Κορέα.
Πέρα από το ότι δεν υπάρχουν καλύτεροι προβοκάτορες στον πλανήτη από τους ρωσοκινέζους νεοναζί υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα ως προς την εγκυρότητα του πορίσματος για τη βύθιση του πλοίου καθώς πολλοί είναι οι ειδικοί που εκφράζουν αμφιβολίες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με έναν νοτιοκορεάτη ειδικό στην κατασκευή πυραύλων, τα βορειοκορεατικά υποβρύχια τύπου Σάνγκο, κι ακόμα περισσότερο τα μικρότερα υποβρύχια, όπως είναι αυτά που κατηγορούνται για τη βύθιση, δε διαθέτουν κανένα εξελιγμένο σύστημα για να κατευθύνουν όπλα (The Korea Times, 20/5). Ακόμα, ο σειριακός αριθμός που αναγράφεται στο ανευρεθέν θραύσμα βορειοκορεατικής τορπίλης κανονικά θα έπρεπε να είναι γραμμένος πάνω στη λεία και όχι στη σκουριασμένη επιφάνειά της (JoonAng Daily, 29/5). Προσπαθώντας πάση θυσία να ρίξουν το φταίξιμο στην Πιονγκγιάνγκ, και σε συμφωνία με τις σκοτεινές ρωσοκινεζικές επιδιώξεις, οι αρχές της Σεούλ κατέφυγαν στην τρομοκράτηση των αμφισβητούντων προειδοποιώντας ότι θα διωχτούν όσοι διασπείρουν «αβάσιμες φήμες» στο ίντερνετ κι ότι θα ματαιωθούν οι «παράνομες συναντήσεις» που αφορούν το ναυάγιο.
Το σίγουρο είναι ότι τα ρωσοκινέζικα παιχνίδια ευνοήθηκαν από το πολιτικό κλίμα που διαμορφώθηκε στο Νότο το Φλεβάρη του 2008, όταν στην προεδρία ανήλθε ο σοβινιστής και σφοδρός πολέμιος του Βορρά Λη Μιουνγκ-μπακ. Αυτός έθεσε τέρμα στα οικονομικά και πολιτικά ανοίγματα των προκατόχων του και μετά το ναυάγιο του «Τσονάν» ανακοίνωσε τη διακοπή σχεδόν κάθε εμπορικής συναλλαγής με την Πιονγκγιάνγκ χαρακτηρίζοντάς την «κύριο εχθρό» της χώρας. Στο μεταξύ, η παγκόσμια απομόνωση έχει προκαλέσει μεγάλη ζημιά στην οικονομία της Β. Κορέας, η οποία αναγκάστηκε τον περασμένο Νοέμβρη να υποτιμήσει το νόμισμά της. Η δυσαρέσκεια των αποκλεισμένων και από το ίδιο το καθεστώς και από τον ιμπεριαλισμό βορειοκορεατικών μαζών, που μόλις πρόσφατα απέκτησαν DVD player και κινητό τηλέφωνο, αυξάνει όταν ξαφνικά βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν όλο και πιο έντονο κίνδυνο λιμοκτονίας.
Το ναυάγιο του «Τσονάν» οδήγησε στην εξαιρετική κλιμάκωση της έντασης και με τη Νότια Κορέα και με τις ΗΠΑ. Μάλιστα η ρωσόδουλη προβοκατόρισσα Κλίντον έκανε ότι μπορεί για να φανατίσει το Νότο εναντίον του Βορρά στηρίζοντας τον πρόεδρο Λη στην ανακήρυξη της Βόρειας Κορέας ως κύριο εχθρό της Βόρειας ενώ ο Ομπάμα προανήγγειλε την επιβολή νέων κυρώσεων τον Ιούλη. Ακολούθησαν θερμά επεισόδια στα θαλάσσια σύνορα των δύο Κορεών, και αποκαλύφθηκαν νέες εγκαταστάσεις για τον εμπλουτισμό ουρανίου από την Πιονγκγιάνγκ το Νοέμβρη. Παράλληλα η Κίνα προκαλούσε θαλάσσια επεισόδια με την Ιαπωνία σε περιοχές που δεν της ανήκουν.
Έτσι φτάσαμε στις 23 του Νοέμβρη όταν το βορειοκορεάτικο πυροβολικό αντάλλαξε πυρά με τους Νότιους βομβαρδίζοντας το νησί Γιονπιόνγκ της Ν. Κορέας με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τα 4 άτομα – μεταξύ των οποίων 2 πολίτες – και να τραυματιστούν 18. Παρότι καταλογίστηκε αποκλειστικά στο Βορρά, το επεισόδιο το ξεκίνησε η νοτιοκορεάτικη πλευρά που προέβη το ίδιο πρωί από τα πυροβόλα του Γιονπογκ σε δοκιμαστικές ρίψεις στη διαφιλονικούμενη από τις δύο χώρες θαλάσσια ζώνη, αν και είχε προειδοποιηθεί από τους Βόρειους να μην το κάνει. Η αιματοχυσία είχε σαν αποτέλεσμα να εξαγριωθούν οι μάζες της Ν. Κορέας με το καθεστώς της Βόρειας, να διακοπούν οι ανταλλαγές με το Βορρά (π.χ. πάγωμα επισκέψεων στην κοινή βιομηχανική ζώνη) με την απειλή στρατιωτικής απάντησης σε περίπτωση νέας πρόκλησης, οι ΗΠΑ να σκληρύνουν τη στάση τους συμμετέχοντας σε κοινές ναυτικές ασκήσεις με τη Ν. Κορέα, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας «να προετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο», και η κινεζική να τρίβει τα χέρια της από ικανοποίηση αφού χάρις στο θερμό επεισόδιο απέκτησε αναμφίβολα την διπλωματική πρωτοβουλία κινήσεων σε όλη την περιοχή.
Σ’ ένα τόσο τεταμένο κλίμα η Κίνα φαντάζει πια σαν η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να «ηρεμήσει» τη Β. Κορέα και να εγγυηθεί ταυτόχρονα για την ασφάλειά της (αυτό το νόημα είχε η δήλωση περί εναντίωσης στα αμερικανο-ν.κορεατικά γυμνάσια που διεξάγονται στην «αποκλειστική οικονομική ζώνη» της Κίνας «χωρίς άδεια») και να επιβάλει όρους στις δύο πλευρές. Γνωρίζοντάς το αυτό η κινεζική διπλωματία δεν έχασε καθόλου χρόνο: «Σε μια βιαστικά διοργανωμένη συνέντευξη τύπου στο Πεκίνο, η κινεζική κυβέρνηση ζήτησε από τη Νότια Κορέα, τη Βόρεια Κορέα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία και τη Ρωσία να συγκαλέσουν έκτακτες διαβουλεύσεις – όπως τις περιέγραψε – στο Πεκίνο τον επόμενο μήνα σαν έναν τρόπο για να αποφευχθεί μια περαιτέρω χειροτέρευση της κατάστασης», γράφουν οι New York Times στις 29/11. Έστειλε επίσης δικό της ανώτατο αξιωματούχο στη Σεούλ και κάλεσε εκπρόσωπο της Πιονγκγιάνγκ στο Πεκίνο σε μια ασυνήθιστη για τα δεδομένα της Κίνας απόπειρα μεσολάβησης (στο ίδιο).
Τα επόμενα βήματα θα κριθούν από το βαθμό αντίστασης των Βορειοκορεατών στους κινεζικούς εκβιασμούς. Βέβαια όσο θα δυναμώνει η πίεση της βάρβαρης όσο και ηλίθιας δυτικής σκούπας προς το Τριτοκοσμικό καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ τόσο πιο δύσκολο θα είναι αυτό να αντισταθεί στο «ελκυστικό» κινεζικό ή καλύτερα ρωσοκινεζικό νεοναζιστικό φαράσι. Και φυσικά, σε περίπτωση μεγάλης αντίστασης ο ρωσοκινεζικός άξονας είναι υποχρεωμένος να στήσει νέες μεγαλύτερες προβοκάτσιες για να φέρει την οριστική ρήξη στις σχέσεις Πιονγκγιάνγκ-Σεούλ, που πιθανά να οδηγήσει ακόμα και σε μία ανοιχτή δυτική στρατιωτική επέμβαση για την ανατροπή της «άτακτης» ηγεσίας του σοσιαλφασιστικού βορειοκορεατικού καθεστώτος και τελικά την παραχώρηση της χώρας στον ρωσοκινεζικό άξονα όπως τόσο καλά έχουν δείξει ότι ξέρουν να κάνουν οι ΗΠΑ με τις εισβολές τους στη Σερβία, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.