Το ψευτοαριστερό μέτωπο εξουσίας στα πανεπιστήμια προσπάθησε να ακυρώσει με τη βία και την τρομοκρατία τις πρόσφατες εκλογές των μελών των Συμβουλίων των ανώτατων ιδρυμάτων, τη ραχοκοκαλιά του νέου νόμου πλαίσιο. Αυτός είναι ο κουτσουρεμένος από τους Σαμαρά, Βενιζέλο και Κουβέλη νόμος της Διαμαντοπούλου. Ο νόμος της Διαμαντοπούλου αφαιρούσε την εξουσία από την ελεγχόμενη γενικά από την ψευτοαριστερά σοσιαλφασιστική πυραμίδα- Πρυτανεία, Κοσμητεία και Τμήμα- και την έδινε σε ένα νέο όργανο, στο Συμβούλιο του ιδρύματος. Η τροποποίηση του περασμένου καλοκαιριού επέστρεψε μεγάλο μέρος της εξουσίας των Συμβουλίων στις ελεγχόμενες γενικά από το σοσιαλφασισμό πανεπιστημιακές αρχές.
Η μία βασική εξουσία που επέστρεψαν οι σοσιαλφασίστες στο Τμήμα είναι αυτή της συγκρότησης του σώματος αξιολόγησης (κρίσης) για την πρόσληψη και την εξέλιξη των καθηγητών. Αυτή την εξουσία την είχε αφαιρέσει από το Τμήμα ο νόμος Διαμαντοπούλου και την είχε δώσει στον κοσμήτορα-προϊστάμενο της κάθε σχολής που τον διόριζε το Συμβούλιο. Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι ο έλεγχος της εκλογής και της εξέλιξης των καθηγητών είναι το μεγαλύτερο εργαλείο απειλών, εκβιασμών, διαφθοράς και ελέγχου των καθηγητών που χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες το μαύρο μέτωπο για τη διάλυση των ανώτατων ιδρυμάτων*. Η δεύτερη εξουσία που επεστράφη είναι αυτή του διορισμού του κοσμήτορα από το Συμβούλιο. Έτσι αυτός, όπως και παλιά, δεν θα διορίζεται από το δημοκρατικά εκλεγόμενο από όλους τους καθηγητές ενός Πανεπιστημίου Συμβούλιο (πχ με ηλεκτρονική ψηφοφορία) αλλά θα εκλέγεται από τους καθηγητές της Σχολής με ελεγχόμενη από το μαύρο μέτωπο ψηφοφορία. Θα εκλέγεται δηλαδή ξανά ο συνδικαλιστής κοσμήτορας πλάι στον αρχισυνδικαλιστή διεφθαρμένο πρύτανη. Αυτό που συμβαίνει δηλαδή επί χρόνια στα πανεπιστήμια είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι προοδευτικοί καθηγητές δεν τολμούν να βάλουν υποψηφιότητα για την προεδρία των Τμημάτων και για Κοσμήτορες όλης της Σχολής, αφού σαν τέτοιοι, θα πρέπει να συγκρουστούν κατευθείαν με την εξουσία του μαύρου μετώπου σε κάθε Σχολή υποστηρίζοντας ανοιχτά το πρόγραμμά τους. Η υποβολή και μόνο της υποψηφιότητας λογαριάζεται σαν εχθρική ενέργεια από το φαιο-«κόκκινο» καθεστώς τη Σχολής και κυρίως εκείνο των φασιστοκρατούμενων Τμημάτων, αφού με την υποψηφιότητά του και μόνο ο δημοκράτης καθηγητής διεκδικεί την αφαίρεση μιας καίριας θέσης εξουσίας από αυτό. Αντίθετα οι εκλογές των Συμβουλίων ξεφεύγουν σε ένα μεγάλο βαθμό από αυτούς τους ελέγχους του μαύρου μετώπου. Εδώ υπάρχουν και τα λεγόμενα εξωτερικά μέλη των Συμβουλίων, που δεν ανήκουν στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο και είναι διεθνώς αναγνωρισμένοι επιστήμονες. Γι αυτούς η κλασσική εξάρτηση των καθηγητών από το μαύρο μέτωπο, και η υποχρέωσή τους να καλύπτουν τα επιστημονικά ελλείμματα των μελών του μετώπου με την εκχώρηση εξουσιών σε αυτό, δεν λειτουργεί. Ούτε είναι εύκολος ο εκφοβισμός των εξωτερικών μελών προκειμένου να μην βάλουν υποψηφιότητα για τα Συμβούλια τα οποία είναι όλου του πανεπιστημιακού ιδρύματος, (αντίθετα με τις υποψηφιότητες για τις Κοσμητείες που είναι για κάθε ξεχωριστή Σχολή). Στα Συμβούλια τα εσωτερικά μέλη του, αυτά δηλαδή που ανήκουν στο εκπαιδευτικό προσωπικό του πανεπιστημίου, ακόμα και αν είναι άνθρωποι του σοσιαλφασισμού βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των εξωτερικών μελών αλλά ταυτόχρονα υποχρεώνονται και από το νόμο να εκπονούν πολιτικές τελείως εχθρικές, τουλάχιστον ονομαστικά, προς την πολιτική του σαμποτάζ του μετώπου. Σαν παράδειγμα είναι υποχρεωμένοι να χαράσσουν πολιτική στρατηγική ανάπτυξης του πανεπιστημίου και σύνδεσής του με την οικονομία, την κοινωνία και την ανάπτυξη. Χώρια τις υπόλοιπες ευθύνες που έχουν από το νόμο σε μια σειρά ζητήματα που θα δούμε παρακάτω.
Οι Σαμαράς-Βενιζέλος-Κουβέλης παρόλο που τσεκούρεψαν σοβαρά την εξουσία των Συμβουλίων δεν τόλμησαν να τα καταργήσουν εντελώς με τον τροποποιημένο νόμο. Υποχωρώντας κάτω από την πίεση της πλειοψηφίας των πανεπιστημιακών και φοιτητών που όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν τον καταστροφικό και εκμεταλλευτικό ρόλο αυτής της σάπιας εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας και θέλουν τα Συμβούλια τα οποία λειτουργούν σε όλες τις ανεπτυγμένες και δημοκρατικές χώρες. Έτσι έμειναν, έστω και αρκετά αποδυναμωμένα, τα Συμβούλια, τα οποία διατηρούν την εξουσία να ελέγχουν και να εγκρίνουν τις πράξεις των πανεπιστημιακών αρχών και να εκπονούν και να ελέγχουν ένα υποχρεωτικό πλάνο ανάπτυξης του πανεπιστημίου.
Αυτή η ανάπτυξη στηρίζεται στην αξιολόγηση όλων των επιμέρους δραστηριοτήτων του ανώτατου ιδρύματος καθώς και στη γενική του αξιολόγηση. Κάθε μορφή όμως πραγματικής αξιολόγησης της επιστημονικής επάρκειας ενός καθηγητή ΑΕΙ ακυρώνει την εξουσία σε αυτό του μαύρου ψευτοαριστερού μετώπου που όρος της ύπαρξής του είναι η διαιώνιση της πιο ανίκανης και διεφθαρμένης εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας που αντικειμενικά εκτελεί το σαμποτάζ της εκπαίδευσης, της επιστήμης, της έρευνας και της τεχνολογίας που το θέλουν οι ρωσόδουλοι για να εξαρτήσουν τη χώρα από το αφεντικό τους. Επίσης τα Συμβούλια φροντίζουν για τη σύνδεση του κάθε πανεπιστημιακού ιδρύματος με την οικονομική παραγωγική ζωή, για τη συμβολή του στην ανάπτυξη της έρευνας της τεχνολογίας και της διδασκαλίας που έχει ανάγκη η κοινωνία, για τη σύνδεση του με τα επιστημονικοτεχνικά ρεύματα που σαρώνουν τον πλανήτη, για την ένταξη του κάθε πανεπιστημίου με τις ειδικές του κατευθύνσεις στον εθνικό στον ευρωπαϊκό και στο διεθνή επιστημονικοτεχνικό καταμερισμό κλπ.
Oι παραπάνω σκοποί και λειτουργίες των Συμβουλίων είναι η αιτία της λυσσαλέας αντίδρασης του μετώπου και της βίας που ασκεί ενάντια στην εκλογή των μελών τους, ιδιαίτερα των εξωτερικών, ώστε να «μην περάσει στην πράξη», όπως λένε, ο νέος νόμος πλαίσιο.
Αυτή η αντίδραση επικεφαλής της έχει όπως είναι φυσικό τον ΣΥΡΙΖΑ και το ψευτοΚΚΕ που ασκούν ανοιχτή βία, ενώ πιο δόλια λειτουργούν η ΠΟΣΔΕΠ και η πολύ ισχυρή σε αυτήν διπρόσωπη ΔΗΜΑΡ. Αυτές καταδικάζουν τη βία στα λόγια αλλά την επιτρέπουν στην πράξη, δηλαδή προσπαθούν να σαμποτάρουν από το εσωτερικό του δημοκρατικού και εκσυγχρονιστικού κινήματος των καθηγητών τα νομοθετημένα καθήκοντα του Συμβουλίου.
Το τι θα εφαρμοστεί τελικά από τα καθήκοντα των Συμβουλίων εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο μαύρο μέτωπο και στην δημοκρατική πλειοψηφία των καθηγητών και φοιτητών. Αυτή η πλειοψηφία αντιστέκεται αυθόρμητα στην καταστροφή, στη διάλυση και στην αφαίμαξη των ΑΕΙ από το μαύρο μέτωπο. Όταν είχαμε χαρακτηρίσει θετικό το νέο νόμο της Διαμαντοπούλου, ιδιαίτερα στην αρχική του μορφή, τονίζαμε ότι η εκπαίδευση σε οποιαδήποτε βαθμίδα δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εξουσία του φαιο-«κόκκινου» μετώπου με απλά νομοθετήματα μιας κυβέρνησης. Χρειάζεται ένας παλλαϊκός δημοκρατικός αγώνας για την ανατροπή συνολικά της εξουσίας του σοσιαλφασισμού και ειδικά στο πανεπιστήμιο χρειάζεται ένας σκληρός αγώνας για τη δημιουργία του δημοκρατικού πόλου της εκπαίδευσης που θα αποκαταστήσει το βασικό όρο της λειτουργίας των ανώτατων ιδρυμάτων, που είναι μια στοιχειώδης δημοκρατική λειτουργία στο εσωτερικό τους που τώρα την έχει καταργήσει ο σοσιαλφασισμός. Οι αντιστάσεις των καθηγητών και των φοιτητών, για να είναι νικηφόρες, πρέπει τελικά να καταλήγουν σε οργανωμένες πολιτικές και συνδικαλιστικές μορφές πάλης. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για τη δημιουργία του δημοκρατικού πόλου στα ανώτατα ιδρύματα. Πάντως αυτός ο αγώνας έχει ήδη σε αυθόρμητο ή μισοοργανωμένο επίπεδο ξεκινήσει.
Η βία και η τρομοκρατία του σοσιαλφασισμού απαντήθηκε με την μεγάλη αυθόρμητη προσέλευση στην ψηφοφορία
Η απόπειρα των σοσιαλφασιστών να απαγορεύσουν με τη βία και την τρομοκρατία τις εκλογές των Συμβουλίων απαντήθηκε με την ακόμα μεγαλύτερη συμμετοχή της μεγάλης πλειοψηφίας των καθηγητών στις εκλογές. Οι πρόσφατες εκλογές είναι η επανάληψη των επίσης ακυρωμένων με τη βία εκλογών των Συμβουλίων του περασμένου Φεβρουαρίου-Μαρτίου, που διεξήχθηκαν με κάλπες και με υπουργό παιδείας την Διαμαντοπούλου. Το πλειοψηφικό υπέρ του νόμου ρεύμα εκφράστηκε σ’ αυτές εδώ τις εκλογές με τη συμμετοχή κατά 79,3% στην Αθήνα, 76,6% στο ΑΠΘ, 89,2% στο Οικονομικό πανεπιστήμιο, 75,7% στο Πάντειο, 75,7% στην Πάτρα, 79,5% στα Ιωάννινα, 83,7% στη Θράκη, 98,4% στον Πειραιά, 96,4% στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 73,2% στην Κρήτη. (Τα στοιχεία από την Καθημερινή). Επίσης η γενική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ και του ψευτοΚΚΕ για καταλήψεις στη διάρκεια των εκλογών απέτυχε. Τα φοιτητικά τάγματα εφόδου χρησιμοποιήθηκαν για μπούκες στο χώρο των συνεδριάσεων των εκλογικών επιτροπών. Όμως ήταν όσο ποτέ άλλοτε απομονωμένα καθώς οι φοιτητές είχαν αντισταθεί στις καταλήψεις κιόλας στις εκλογές του Φεβρουαρίου-Μαρτίου και πολλές τις είχαν καταψηφίσει. Την κορύφωση της αυθόρμητης αντίστασης την είχαμε τότε στη Νομική, όπου οι φοιτητές οργανώθηκαν μυστικά κάτω από τη μύτη των χαφιέδων και τραμπούκων της ψευτοαριστεράς, και άνοιξαν τη σχολή τους με απόφαση της μεγάλης πλειοψηφίας της Συνέλευσης. Χαρακτηριστικά θαρραλέα ήταν τότε η πλειοψηφική προσέλευση των καθηγητών στις κάλπες, μέσα στο κλίμα βίας και τρομοκρατίας των σοσιαλφασιστών που συμπλήρωναν επιτόπου και τους καταλόγους προγραφών.
Σ’ αυτές εδώ τις εκλογές η προσέλευση ήταν ακόμα μεγαλύτερη γιατί αντικαταστάθηκαν σύμφωνα με το νέο νόμο οι κλασσικές κάλπες με ηλεκτρονική ψηφοφορία για να ξεφύγουν οι ψηφοφόροι από την καταστροφή και αρπαγή καλπών και ψηφοδελτίων καθώς και την απαγόρευση εισόδου τους στις εκλογές του Φεβρουαρίου-Μαρτίου. Αυτήν την δημοκρατική καινοτομία ο αρχι-ιεροεξεταστής και αρχι-αντιστροφέας κάθε έννοιας Τσίπρας την ονόμασε ηλεκτρονικό φασισμό!!!.
Πάντως πάλι ασκήθηκε βία, πράγμα που δείχνει ότι το μαύρο μέτωπο δεν θα καταθέσει τα όπλα και θα επιχειρήσει να διαλύσει στην πράξη η να πάρει στα χέρια του και να σαπίσει τα Συμβούλια. Έτσι υπήρξαν και πάλι απειλές και προγραφές καθηγητών που έχουν εκφραστεί υπέρ του νόμου ή που έβαλαν υποψηφιότητα για τα Συμβούλια. Τοιχοκολλούσαν σαν παράδειγμα οι σοσιαλφασίστες στα πανεπιστήμια καταλόγους ανεπιθύμητων προσώπων. Όσο για την ηλεκτρονική ψηφοφορία οι σοσιαλφασίστες την χτύπησαν με το κατέβασμα του διακόπτη του ρεύματος του υπολογιστικού κέντρου του πανεπιστημίου του Αιγαίου καθώς και του υπολογιστικού κέντρου του πανεπιστημίου Αθηνών. Στο δεύτερο έκανε εισβολή ομάδα κουκουλοφόρων που έσπασαν την πόρτα με επικεφαλής τους τραμπούκους καθηγητές τους του ΣΥΡΙΖΑ και του ψευτο ΚΚΕ και κατέλαβαν το κέντρο. Εκεί φάνηκε η κρυμμένη αλήθεια 30 χρόνων, δηλαδή ότι πίσω από τους «γνωστούς άγνωστους», μπάχαλους και «ριζοσπάστες» κάθε είδους κρύβονται οι καθώς πρέπει «επιστήμονες» του φαιο-«κόκκινου» πανεπιστημιακού καθεστώτος. Το ότι αυτοί οι τραμπούκοι χτύπησαν το λαό με το που στέρησαν το σύστημα πληροφορικής ακόμα και από μια σειρά νοσοκομείων, αποκαλύπτει την απέραντη αδιαφορία και το πραγματικό μίσος τους για το λαό. Χαρακτηριστική ήταν η απόλυτη αδιαφορία, στην ουσία συμφωνία και έμμεση σύμπραξη, του πρύτανη του πανεπιστημίου Αθηνών, του γνωστού φαιο-«κόκκινου» Πελεγκρίνη με τους τραμπούκους που κατέλαβαν το υπολογιστικό κέντρο. Αυτοί καλύπτονταν και από την κυβέρνηση, δηλαδή από την ΝΔ το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, που όπως πάντα αφήνουν να εννοηθεί ότι δεν επεμβαίνουν στην «ανεξάρτητη» τάχα λειτουργία του πανεπιστημίου, ενός πανεπιστημίου που βρίσκεται όμως υπό την κατοχή των συμμαχικών τους δυνάμεων. Στον απόντα πρύτανη που κρυβότανε και δεν σήκωνε ούτε το τηλέφωνο, όπως γράφτηκε στον τύπο, η διπρόσωπη ΠΟΣΔΕΠ ( και της «καθώς πρέπει» ΔΗΜΑΡ και του τραμπούκου ΣΥΡΙΖΑ) έκφρασε την αμέριστη συμπαράστασή της! Καταδίκασε στη συνέχεια φυσικά τη βία, την «παρανομία» και τους «παράνομους», υπενθύμισε το μόχθο των φορολογουμένων λόγω των καταστροφών, έκανε έκκληση για την ομαλή λειτουργία του πανεπιστημίου και όλα τα σχετικά κούφια για την περίσταση. Δηλαδή η ΠΟΣΔΕΠ ακολούθησε την ίδια μέθοδο της φραστικής καταδίκης που εφαρμόζουν επί δεκαετίες όλες οι κυβερνήσεις και τα κόμματα. Για τη μέθοδο αυτή έχουμε μιλήσει δεκάδες φορές. Επαναλαμβάνουμε εδώ ότι είχαμε πει στο άρθρο μας στη Ν. Ανατολή για τις προηγούμενες ακυρωμένες εκλογές της άνοιξης με τίτλο: «Οι σαμποταριστές ακυρώνουν με τη βία και την τρομοκρατία τo μεταρρυθμιστικό νόμο Διαμαντοπούλου και απολύουν την ίδια».
«Η δραστηριότητα του Πολίτη, μέλους της εκτελεστικής γραμματείας της ΠΟΣΔΕΠ, επαληθεύει τη θέση μας για την φαιο-«κόκκινη» ΠΟΣΔΕΠ, όσα χρώματα και αν αλλάζει αυτή ως χαμαιλέοντας, όσες φορές και αν έχει καταδικάσει τα τελευταία χρόνια φραστικά τη φασιστική βία. Η φασιστική βία στο πανεπιστήμιο είναι η βίαιη επιβολή της πολιτικής των συμφερόντων της μειοψηφικής φαιο-«κόκκινης» καθηγητικής κρατικής μισοδιανόησης και του φαιο-«κόκκινου» φοιτητικού κινήματος πάνω στην εκπαίδευση και στην πλειοψηφία των δημοκρατικών καθηγητών και φοιτητών. Δεν υπάρχει πραγματική καταδίκη της φασιστικής βίας χωρίς την πάλη για ανατροπή της πολιτικής που υπαγορεύει αυτή τη βίαιη ανατροπή των συμφερόντων του λαού και της κοινωνίας συνολικά. Αυτή τη διαφθορά των συνειδήσεων τη διδάσκει ο ΣΥΝ-ΔΗΜΑΡ και την ακολουθεί το τμήμα της κρατικής μισοδιανόησης που δεν διστάζει μπροστά στην απόγνωσή του να εκτίθεται πατώντας σε δύο βάρκες και να θέλει να εμφανίζεται ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά σημεία ως σωματίδιο της κβαντομηχανικής. Δεν είναι αποδεκτό από οποιοδήποτε δημοκράτη να καταψηφίζει η ΔΗΜΑΡ το δεύτερο μνημόνιο στη βουλή και ταυτόχρονα να καταγγέλλει το κόμμα της Γερμανίας που επίσης καταψήφισε το δεύτερο μνημόνιο στη γερμανική βουλή. Είναι αντίφαση η ΠΟΣΔΕΠ να καταγγέλλει το νόμο πλαίσιο, που αφαιρεί την εξουσία στο πανεπιστήμιο από την φαιο-«κόκκινη» καθηγητική γραφειοκρατία και το νεο-ακροδεξιό φοιτητικό κίνημα, και να υποστηρίζει, τελικά μόνο στα λόγια, την εκλογική διαδικασία. Όπως ακριβώς κάνει και με την καταγγελία της βίας. Γιατί η ΠΟΣΔΕΠ δεν κινητοποιείται μαζί με τους πλειοψηφικούς φοιτητές και δεν οργανώνει τους επίσης πλειοψηφικούς δημοκρατικούς καθηγητές ενάντια στην ανύπαρκτη συνέλευση του σοσιαλφασισμού, ενάντια στον πραξικοπηματισμό, στην μπούκα στο μάθημα στο εργαστήριο και στη συνεδρίαση, ενάντια στη συναλλαγή; Γιατί δεν το κάνει αυτό η ΔΗΜΑΡ που βρίσκεται στη διοίκηση της ΠΟΣΔΕΠ με την πλειοψηφία που καταδικάζει φραστικά μόνο τη βία, όπως και το συνασπισμικό ΠΑΣΟΚ; Το ότι η ΠΟΣΔΕΠ ύστερα από τις αποκαλύψεις για τον Πολίτη προχώρησε σε καταγγελίες όπως οι παρακάτω είναι για να μην αποκαλυφθεί. Είναι κούφιες οι καταγγελίες του τύπου: «Η βία, ο στιγματισμός, ο εκβιασμός και ο εκφοβισμός των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι συμπτώματα έσχατης πολιτικής αλλά και ακαδημαϊκής παρακμής. Τα φαινόμενα αυτά πρέπει να εκλείψουν». Η ΠΟΣΔΕΠ καταγγέλλει επίσης ότι «νοοτροπίες που καταλήγουν σε χουντικές πρακτικές και αναδεικνύουν την ύπαρξη ενός φασίζοντος πολιτικού πολιτισμού δεν έχουν θέση μέσα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, όπως δεν έχουν θέση ούτε μέσα στην ελληνική κοινωνία». Φράσεις όπως η: «Τα φαινόμενα πρέπει να εκλείψουν ...νοοτροπίες που...δεν έχουν θέση στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο» είναι κούφιες φράσεις. Τι πάει να πει «πρέπει να εκλείψουν» και δεν «έχουν θέση»; Ποιος θα τις εξαλείψει; Ποιος θα τις βγάλει από τη θέση τους; Κάποιος άλλος και όχι η ΠΟΣΔΕΠ; Τι έκανε η ΠΟΣΔΕΠ από την ώρα που είπε αυτές τις κουβέντες; Τίποτα. Απλά περίμενε να εξαλειφθεί και να μετατεθεί η Διαμαντοπούλου και να προσληφθεί και να επιτεθεί ο Μπαμπινιώτης.
Καταδίκη της φασιστικής βίας είναι μόνο ο αγώνας για την ανατροπή της. Όλα τα άλλα είναι βρώμικες καλύψεις, παραπλάνηση, απάτες. Η ΔΗΜΑΡ στα πανεπιστήμια και στην κοινωνία γενικά είναι το οπιούχο που σκεπάζει τον πόνο που προκαλεί η βία του ΣΥΡΙΖΑ.»
Τέλος και το πιο ανησυχητικό είναι ότι δύο ιδρύματα, το ΕΜΠ και το Πολυτεχνείο Κρήτης, ως προπύργια του σοσιαλφασισμού αντιστάθηκαν λυσσαλέα με τους πρυτάνεις τους και τους οργανωμένους στο ΣΥΡΙΖΑ και ψευτοΚΚΕ καθηγητές τους στις εκλογές και λένε ότι θα τις κάνουν στις αρχές Δεκεμβρίου. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Τα Πολυτεχνεία ως τα κατεξοχήν ιδρύματα της τεχνολογίας και της βιομηχανικής ανάπτυξης ήταν και παραμένουν το κεντρικό θύμα του εκπαιδευτικού και ερευνητικού σαμποτάζ του σοσιαλφασισμού. Το ΕΜΠ μάλιστα το έχει καταλάβει ο σοσιαλφασισμός από δεκαετίες και για άμεσα πολιτικούς λόγους, δηλαδή για να διαστρεβλώνει και να σφετερίζεται το επαναστατικό μήνυμα του Πολυτεχνείου, και για να έχει εκεί και τα επιτελεία όλων των τραμπουκισμών του και σε ακαδημαϊκό και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Όσο για το Πολυτεχνείο Κρήτης αυτό χρησιμοποιήθηκε από τον Σημίτη και Λαλιώτη ως το θερμοκήπιο της βίας. Εκεί συγκροτήθηκαν και δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά τα τάγματα εφόδου και οι μέθοδοί τους και στη συνέχεια οργανώθηκαν σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας.
Πάντως είναι φανερό ότι οι ανοργάνωτοι έντιμοι καθηγητές και φοιτητές αρχίζουν πια και κινούνται μετά από πολλά χρόνια οργισμένης παθητικότητας με σθένος και μαζικότητα ενάντια στον πανεπιστημιακό κατοχικό στρατό. Ο αληθινός κίνδυνος γι αυτούς στην ουσία είναι εσωτερικός: Να μην εμπιστευτούν και να δώσουν στα Συμβούλια ισχυρές θέσεις στη ΔΗΜΑΡ και στους άλλους καθεστωτικούς ψευτοδημοκράτες. Όταν ο σοσιαλφασισμός χάνει μια μάχη από έναν στρατό έχει ήδη χώσει μέσα σε αυτόν τους σπιούνους και τους προδότες που είναι στην υπηρεσία του. Μόνο ο χρόνος και η σκληρή εσωτερική πάλη, δηλαδή η πείρα των ίδιων των μαζών που συμμετέχουν σε αυτόν τον στρατό, θα εκκαθαρίσουν τον τελευταίο από αυτούς τους διπρόσωπους.
*Ο έλεγχος της εκλογής και της εξέλιξης των καθηγητών: το μεγαλύτερο εργαλείο διαφθοράς του σοσιαλφασισμού
Τα σοσιαλφασιστικά κόμματα έλεγξαν τα πανεπιστήμια επί δεκαετίες ελέγχοντας τελικά τις προσλήψεις και τις εξελίξεις των πανεπιστημιακών. Αυτές τις έκαναν τα σώματα αξιολόγησης που συγκροτούσαν τα τμήματα χωρίς κανένα έλεγχο και χωρίς καμιά εξασφάλιση της αντικειμενικότητας της κρίσης. Μπορούσαν επομένως να αυθαιρετούν σχεδόν απόλυτα. Με την παράδοση των πανεπιστημίων ουσιαστικά στο σοσιαλφασισμό, αμέσως μετά την μεταπολίτευση - και αυτό έγινε με τις υποχωρήσεις του Καραμανλή και την υποστήριξη του Α. Παπανδρέου - ξεκίνησε μια βιομηχανία κάλπικων κρίσεων με τη συγκρότηση στημένων εκλεκτορικών σωμάτων. Είχαν για κρίση έναν δικό τους, επέλεγαν ως σώμα κρίσης τους φίλους καθεστωτικούς κομματικούς και διαπλεκόμενους σοσιαλφασίστες ή ακόμα και άτομα με ροπή στη συναλλαγή και στη διαφθορά και επέλεγαν τον φίλο τους υπάκουο και αποδειγμένα προσκυνημένο υπό κρίση καθηγητή, αυτόν που είχε δώσει δηλαδή επιτυχημένες εξετάσεις καλής διαγωγής στην άρχουσα γραφειοκρατία στην ψευτοαριστερά και γενικά στο πανεπιστημιακό καθεστώς εξουσίας του φαιοκόκκινου μετώπου. Η εξυπηρέτηση που παρείχαν οι εκλέκτορες επιστρέφονταν σ’ αυτούς με διάφορες παροχές ακόμα και όταν φυσικά οι ίδιοι πρότειναν τον δικό τους για εκλογή ή εξέλιξη.
Έτσι όσο αυξάνονταν η συναλλαγή δένονταν και οι συμμορίες με τα πιο βαθιά αξεπέραστα δεσμά αυτά της χειρότερης πλευράς των ανθρώπων που ξέρει να καλλιεργεί αριστοτεχνικά ο σοσιαλφασισμός; της ανηθικότητας, του ξεπεσμού και της απόλυτης αντικοινωνικότητας- εχθρότητας στην έρευνα στη γνώση και στην παραγωγή, και σε καθετί που απειλεί το αυτόνομο από τα συμφέροντα της κοινωνίας και του πανεπιστημίου σύστημα εξουσίας του διακομματικού μετώπου. Έτσι οι κυβερνήσεις των ρωσόδουλων Α. Παπανδρέου, Σημίτη, Καραμανλή του ανηψιού, Γ. Παπανδρέου και Σαμαρά έλεγξαν και συνεχίζουν να ελέγχουν την εξουσία στα ιδρύματα. Έτσι αλλοίωσαν τη σύνθεση των πανεπιστημίων προσλαμβάνοντας και εξελίσσοντας το ό,τι επιστημονικό ελάχιστο και ό,τι το πιο διεφθαρμένο και καθεστωτικό στοιχείο έκανε τις βρωμοδουλειές τους. Βία, αυθαιρεσία εκβιασμοί και ισορροπίες, αυτό είναι στην κύρια πλευρά του το παλιό ακαδημαϊκό Τμήμα που είχε το δικαίωμα συγκρότησης των στημένων εκλεκτορικών, ο χώρος της καθημερινής επαφής των καθηγητών, ο χώρος της διαπραγμάτευσης όλων των μεγάλων και μικρών συμφερόντων της καθηγητικής γραφειοκρατίας, ο χώρος της διαμόρφωσης μιας γραμμής κοινών συντεχνιακών συμφερόντων ακόμα και ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο κόμμα. Το ίδιο δηλαδή που συμβαίνει με την διακομματική τοπική αυτοδιοίκηση σε σχέση με την κεντρική εξουσία που είναι σοβαρότερη και προσεκτικότερη λόγω του γενικότερου κοινωνικού ελέγχου. Βέβαια οι αυθόρμητες αντιστάσεις των καθηγητών κερδίζουν, εδώ και χρόνια, αργά αλλά σταθερά έδαφος σε σχέση με την τάση του σοσιαλφασισμού για την επικράτηση της απόλυτης διαφθοράς. Όμως η ζημιά δεν περιορίζεται στην στημένη πρόσληψη και εξέλιξη. Οι διακομματικές φαιο-«κόκκινες» καθηγητικές συμμορίες υποστηριζόμενες και καλυπτόμενες από το αντίστοιχο φοιτητικό λούμπεν, προκήρυσσαν θέσεις χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχες ανάγκες. Έτσι οι υπεράριθμοι εκπαιδευτικοί στα ανώτατα ιδρύματα, που δεν έχουν αντικείμενο μαθήματος είναι πάρα πολλοί. Επίσης οι προσλήψεις και οι εξελίξεις γίνονταν και γίνονται σήμερα, δυσκολότερα από παλιά όμως, ανεξάρτητα από το επιστημονικό αντικείμενο αφού τα τμήματα, οι σχολές και τα πανεπιστήμια δεν έχουν πολιτική και στρατηγική ανάπτυξης! Έτσι προσλάμβαναν και προσλαμβάνουν καθηγητές ανεξάρτητα από το αντικείμενο και με το επιχείρημα ότι διάλεξαν τον καλλίτερο! Σε ποιον επιστημονικό τομέα αδιάφορο! Τα ίδια τα εκλεκτορικά βέβαια αποτελούνταν πάρα πολλές φορές από καθηγητές άσχετους με το αντικείμενο της εργασίας του υπό κρίση καθηγητή!
Είπαμε ότι ο τροποποιημένος νόμος αφαίρεσε το δικαίωμα συγκρότησης των επιτροπών αξιολόγησης-κρίσεων από τον διορισμένο από το Συμβούλιο κοσμήτορα και το επέστρεψε στο Τμήμα. Παρόλο αυτά η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ υποχρεώνεται και εδώ σε μια υποχώρηση: Ο τροποποιημένος νόμος περιορίζει την ασυδοσία των εκλεκτορικών και των σωμάτων εξέλιξης.
Συγκεκριμένα. Ο νόμος της Διαμαντοπούλου για την κρίση των καθηγητών προέβλεπε την συγκρότηση δύο καταλόγων καθηγητών πανεπιστημίου. Του εσωτερικού, που αποτελούνταν από καθηγητές του ίδιου του πανεπιστημίου, και του εξωτερικού που αποτελούνταν από καθηγητές εκτός του πανεπιστημίου στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και καθηγητές πανεπιστημίων άλλων χωρών. Οι κατάλογοι συγκροτούνταν από τον κοσμήτορα που δέχονταν εισήγηση από το Τμήμα και εγκρίνονταν από τη Σύγκλητο. Από αυτούς τους καταλόγους ο πανίσχυρος κοσμήτορας-άνθρωπος του Συμβουλίου επέλεγε τα εξωτερικά και τα εσωτερικά μέλη της επιτροπής κρίσης. Επίσης ζητούνταν η συμβουλευτική κρίση δύο άλλων μελών της εξωτερικής επιτροπής για τον υποψήφιο. Δηλαδή οι κρίσεις ήταν στον απόλυτο έλεγχο του Συμβουλίου.
Στον νέο νόμο παραμένουν οι δύο αυτοί κατάλογοι από τους οποίους γίνεται η επιλογή των επιτροπών αξιολόγησης-κρίσης από το Τμήμα με την παραπέρα έγκριση φυσικά των άλλων οργάνων. Έτσι οι σοσιαλφασίστες χάνουν τον απόλυτο έλεγχο των διορισμών και των εξελίξεων που είχαν ως τώρα.
Η αφαίρεση πάντως του ελέγχου του ακαδημαϊσμού από το Συμβούλιο, με το νέο τροποποιημένο νόμο, και η επιστροφή του στο Τμήμα και στην Κοσμητεία έχει και ένα άλλο στόχο: Να μπορεί το Τμήμα και η Σχολή που ελέγχονται από το σοσιαλφασισμό να αντιπαρατεθούν στο πρόγραμμα στρατηγικής ανάπτυξης του πανεπιστημίου που εκπονεί το Συμβούλιο. Να μπορεί δηλαδή το φαιο-«κόκκινο» μέτωπο στην περίπτωση που το Συμβούλιο πέσει σε προοδευτικά χέρια να σαμποτάρει το υπό ανάπτυξη πανεπιστήμιο ως παραγωγική δύναμη αλλά και ως χώρο της εξουσίας του. Και αυτό μπορεί να το κάνει απέναντι στο Συμβούλιο, πατώντας στον δήθεν ακαδημαϊσμό του Τμήματος και της Σχολής ισχυριζόμενο ότι άλλες επιστημονικές επιλογές έχει κάνει τάχα το Τμήμα και η Σχολή και σε άλλες κατευθύνσεις ανάπτυξης του πανεπιστημίου τα στρέφει το Συμβούλιο. Στην ίδια κατεύθυνση εξασφάλισης του σαμποταρίσματος των ανωτάτων ιδρυμάτων από το σοσιαλφασισμό και σε κόντρα με το τυχόν προοδευτικό Συμβούλιο είναι και η ανάθεση με τον τροποποιημένο νόμο της οργάνωσης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων στο τμήμα. Ο νόμος Διαμαντοπούλου έδινε την οργάνωση στον κοσμήτορα τον διορισμένο από το Συμβούλιο άνθρωπό του οπότε έτσι ήλεγχε και τα αναλυτικά προγράμματα των μεταπτυχιακών και επομένως και τον προσανατολισμό του πανεπιστημίου.